κούκος

κούκος
Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των κοκκυγιδών (cuculidae), της τάξης των κοκκυγιομόρφων. Η οικογένεια περιλαμβάνει 129 είδη με παγκόσμια εξάπλωση· ορισμένα είδη ζουν στα δάση της Ευρώπης, απ’ όπου αποδημούν κατά τα τέλη του καλοκαιριού προς την κεντρική και τη νότια Αφρική, ενώ άλλα συναντώνται σε περιοχές της Ασίας και της βορειοανατολικής Αφρικής. Ο κ. έχει μήκος 20-50 εκ., με άνοιγμα πτερύγων 60 εκ.· η ουρά του φέρει συχνά άσπρες λωρίδες και το ράμφος του είναι κυρτό· τα πόδια του είναι κοντά και ζυγοδάκτυλα. Είναι ωφέλιμος στη γεωργία, επειδή τρέφεται με έντομα και ειδικότερα με κάμπιες δασικών δέντρων, οι τρίχες των οποίων είναι ενοχλητικές για τα άλλα πουλιά. Λέγεται πως ο κ. ζει παρασιτικά σε βάρος άλλων πουλιών, γιατί δεν φτιάχνει δική του φωλιά, αλλά το θηλυκό αφήνει το μοναδικό αβγό του στη φωλιά άλλων στρουθιομόρφων εντομοφάγων (όπως είναι ο κοκκινοστήθης, η καλογρίτσα κλπ.) ή σαρκοφάγων πουλιών. Εάν η φωλιά είναι αρκετά μεγάλη, τοποθετεί απευθείας εκεί το αβγό του και αφαιρεί κατόπιν με το ράμφος του ένα από τα αβγά του ξενιστή, για να μείνει αμετάβλητος ο συνολικός αριθμός των αβγών· εάν, αντίθετα, η φωλιά είναι μικρή, ο κ. αφήνει πρώτα το δικό του αβγό στη γη, παίρνει έπειτα με το ράμφος του ένα από τη φωλιά του ξενιστή και στη θέση του τοποθετεί το δικό του. Γενικά, το θηλυκό του κ. γεννά μονάχα ένα αβγό για κάθε φωλιά, αλλά 8-25 συνολικά κατά τη διάρκεια της περιόδου. Το αβγό του κ. μοιάζει πολλές φορές με το αβγό του ξενιστή, αλλά είναι πιο μεγάλο και εκκολάπτεται πριν ή και συγχρόνως με τα άλλα. Το νεογέννητο είναι τυφλό και χωρίς πούπουλα, αλλά αναπτύσσεται πιο γρήγορα από τους νεοσσούς του ξενιστή, τους οποίους τελικά πετάει έξω από τη φωλιά για να εξασφαλίσει περισσότερη τροφή. Μερικά είδη που ζουν στην Αμερική συναθροίζονται και φτιάχνουν από κοινού μια φωλιά, όπου τοποθετούν τα αβγά τους και τα κλωσούν χωρίς διάκριση όλα τα θηλυκά. Άλλα είδη κ. κάνουν ζωή παρασιτική μόνο συμπτωματικά. Ο κούκος ζει κυρίως στα δάση της Ευρώπης.
* * *
και κούκκος, ο (Α κοῡκκος)
ονομασία, κοινή σήμερα, πουλιών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκουν στην οικογένεια cuculidae
νεοελλ.
1. μόνος, έρημος, χωρίς σύντροφο («έμεινε κούκος»)
2. ανόητος
3. είδος σκούφου
4. φρ. α) «τρεις κι ο κούκος» — ελάχιστοι
β) «τού κόστισε ο κούκος αηδόνι» — πλήρωσε πολλά λεφτά για κάτι που δεν άξιζε τόσο
5. παροιμ. «ἐνας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη» — χρειάζονται πολλά πρόσωπα για την ευόδωση μιας εργασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τη φωνή τού πουλιού αυτού. Η αρχ. λ. κόκκυξ «κούκος» οφείλεται επίσης σε ονοματοποιία από μίμηση τής φωνής τού κούκου (κόκκυ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κούκος — ο 1. τοπουλί κούκος: Ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη (παροιμ.). 2. ο ολομόναχος, έρημος. 3. μωρός, ανόητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Manolis Xexakis — Born 1948 Rethymnon, Greece Occupation poet, prose writer Nationality Greek Period 1977– Manolis Xexakis (Greek: Μανόλης Ξεξάκης …   Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • Metanoeite — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • Störe meine Kreise nicht! — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • κοστίζω — (Μ κοστίζω και κουστίζω) (για πράγματα) αντιπροσωπεύω ένα ορισμένο χρηματικό ποσό, στοιχίζω, έχω τόση αξία, τιμώμαι («η επίπλωση τού σπιτιού τού κόστισε δύο εκατομμύρια») νεοελλ. 1. (για γεγονότα) προξενώ ζημιά ή θλίψη (α. «μάς κόστισε ακριβά η… …   Dictionary of Greek

  • κούκα — η (Μ κούκα) είδος καλύμματος τού κεφαλιού, κούκος, σκούφος νεοελλ. 1. το κεφάλι 2. ο νους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με τις λ. καύκαλο, καυκί. Ο τ. με σημ. «σκούφος» πιθ. < κουκούλα» < cuculla] …   Dictionary of Greek

  • κούκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 35 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές των ορέων Νότιας Πίνδου Αγράφων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργιθέας. 2. Ημιορεινός… …   Dictionary of Greek

  • κόκκυ — (Α) 1. κούκου, η φωνή τού κόκκυγα, τού κούκου 2. (ως επιφών.) εμπρός, γρήγορα («κόκκυ, μεθεῑτε» εμπρός, γρήγορα, αφήστε, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. *kuku (που οφείλεται σε ονοματοποιία από μίμηση τής φωνής τού κούκου), προήλθε από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”